- φιλόγαμος
- -ον, Ααυτός που επιθυμεί έντονα τον γάμο.[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)-* + -γαμος (< γάμος), πρβλ. μελλό-γαμος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φιλόγαμον — φιλόγαμος longing for marriage masc/fem acc sg φιλόγαμος longing for marriage neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλόγαμοι — φιλόγαμος longing for marriage masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γάμος — Θεσμός που αποβλέπει στη ρύθμιση των σχέσεων των δύο φύλων στα πλαίσια μιας κοινής συμβίωσης και στον καθορισμό της νομικο κοινωνικής θέσης των παιδιών που θα γεννηθούν με βάση τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των γεννητόρων (υπηκοότητα, εθνικότητα,… … Dictionary of Greek
φιλ(ο)- — ΝΜΑ α συνθετικό μεγάλου αριθμού ονομάτων, καθώς και ελάχιστων ρημάτων (που θα έπρεπε πιθ. να θεωρηθούν ως μετονοματικά παρ. αμάρτυρων τ.) όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο επίθ. φίλος. Τα σύνθ. με φιλ(ο) ανήκουν στην… … Dictionary of Greek